- ἐπιχωρίῳ
- ἐπιχώριοςinmasc/neut dat sgἐπιχώριοςinmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπιχωρίωι — ἐπιχωρίῳ , ἐπιχώριος in masc/neut dat sg ἐπιχωρίῳ , ἐπιχώριος in masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
AGONOTHETA — Graece Α᾿γωνοθέτης, agonum moderator, praeses ac iudex: apud Ael. Spartian. in Adriano Caes. c. 13. Multa in Atbenienses contulit et pro Agonotheta resedit; in Ludis nempe Liberalibus, seu Dionysiis, quae ille celebraverat iure Magistratus, quem… … Hofmann J. Lexicon universale
CHENNIA — Coturnicis species, Aegypto familiaris, quâ certâ anni tempestate Aegyptii sic abundabant, ut, cum omnes absumere non possent, eas in posterum sale condire cogerentur. Χέννιον ὀρνιθάριόν τικατ᾿ Αἴγυπτον ταριχεύομενον, Chennium, quoddam avitium in … Hofmann J. Lexicon universale
PLESTORUS — Thracum Deus, sed incertum utrum naturalis, an animalis. Huic Persa Oeobazus sacrificatus, Herod. l. 9. Ο᾿ιόβαζον ἐκφεύγοντα ἐς τὴν Θριη̈́κην, Θρήϊκες Α᾿ψίνθιοι λαβόντες ἔθυςαν Πλειςτώρῳ ἔπιχωρίῳ θεῷ τρόπῳ τῷ σφετέρῳ … Hofmann J. Lexicon universale
επισωζομένη — ἐπισωζομένη, ἡ (Α) 1. η Ανάληψη, η μέρα τής Αναλήψεως τού Κυρίου («εἰς τήν... ἀνάληψιν τὴν λεγομένην τῷ ἐπιχωρίῳ τῶν Καππαδόκων ἔθει τὴν ἐπισωζομένην, Γρηγ. Νύσσ.) 2. πιθ. η προ τής Αναλήψεως Κυριακή ή η πέμπτη Κυριακή τών Νηστειών (Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
επιχώριος — α, ο (AM ἐπιχώριος, ον και ος, α, ον) 1. αυτός που μένει μόνιμα σε έναν τόπο, ό ντόπιος («ξεναγουμένῳ τινὶ καὶ οὐκ ἐπιχωρίῳ ἔοικας» Πλάτ.) 2. αυτός που προέρχεται από την ίδια τη χώρα (α. «επιχώρια προϊόντα» β. «ὑποδήματα ἔχων ἐπιχώρια», Ηρόδ.)… … Dictionary of Greek
κίφος — κίφος, τὸ (Α) (μεσσηνιακός τ.) ο στέφανος («ἐπίκειται δὲ οἱ τῇ κεφαλῇ στέφανος, ὅν οἱ Μεσσήνιοι κίφος καλοῡσι τῇ ἐπιχωρίῳ φωνῇ», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σκίφος με απώλεια τού σ (πρβλ. σκιφίνιον, σκιφατόμος). Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek